- χαρώνιος
- -α, -ο / χαρώνιος, -ον, ΝΜΑ, και χαρώνειος, -ον, ΜΑ, και τ. πληθ. ουδ. χαρωνήϊα Α [Χάρων, -ωνος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Χάρωνα, τον πορθμέα τού Άδηαρχ.φρ.1. «χαρώνειος θύρα» ή, απλώς, «τὸ χαρώνειον» — πόρτα μέσω τής οποίας κατέβαιναν οι κατάδικοι στον τόπο θανάτωσής τους2. «χαρώνειοι κλίμακες»(σε θέατρο) σκάλες μέσω τών οποίων εμφανίζονταν στη σκηνή τα φαντάσματα από έναν εξωτερικό χώρο, τον Κάτω Κόσμο3. «χαρώνεια βάραθρα» ή, απλώς, «τὰ χαρώνεια [ή χαρωνήϊα]» — σπηλαιώδεις χώροι από τους οποίους αναδύονταν αποπνικτικές αναθυμιάσεις και οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ιερά τού Χάρωνος ή τού Πλούτωνος και μέσω αυτών ήταν δυνατή η κάθοδος στον Άδη.
Dictionary of Greek. 2013.